- ρολογάς
- ο часовщик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρολογάς — ο, Ν [ρολό(γ)ι] 1. κατασκευαστής ή επισκευαστής ρολογιών 2. ο ιδιοκτήτης ρολογάδικου … Dictionary of Greek
ρολογάδικο — το, Ν κατάστημα πώλησης ή επισκευής ρολογιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρολογάς + κατάλ. άδικο (πρβλ. γαλατ άδικο)] … Dictionary of Greek
ωρολογάς — ο, Ν [ωρολόγι(ο)] ρολογάς … Dictionary of Greek
ωρολογοποιός — ο, Ν κατασκευαστής ή επιδιορθωτής ρολογιών, ρολογάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
Μπομαρσέ, Πιερ Ογκιστέν Καρόν ντε- — (Pierre Augustain Caron de Beaumarchais, Παρίσι 1732 – 1799). Γάλλος κωμωδιογράφος. Στα νιάτα του ήταν ρολογάς όπως ο πατέρας του, αλλά με το ζωηρό και ευμετάβλητο πνεύμα του ανέπτυξε πολύμορφη δραστηριότητα: υπήρξε καθηγητής της άρπας των γιων… … Dictionary of Greek
Χαλίμπερτον, Τόμας Τσάλντερ — (Haliburton, 1796 – 1865). Καναδός συγγραφέας. Ήταν κυρίως ευθυμογράφος και υπήρξε ο δημιουργός του Σαμ Σλικ, γυρολόγου ρολογά, του οποίου οι κωμικές περιπέτειες περιγράφονται με λεπτό χιούμορ σε σειρές ευθυμογραφημάτων τα οποία εκδόθηκαν από το… … Dictionary of Greek
ωρολογοποιός — ο αυτός που κατασκευάζει ή διορθώνει ρολόγια, ο ρολογάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)